Η ομιλία του Κώστα Παπουλή από την ΗΜΕΡΙΔΑ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ που διοργάνωσε η πρωτοβουλία στην ΑΣΟΕΕ

Περί της εξάρτησης και άλλων δεινών-Η ζώνη της νέας Λατινικής Αμερικής

Πέντε διαπιστώσεις για το Σχέδιο Β’.

Θα βάλω πέντε σημεία πάνω στο ζήτημα, 5 διαπιστώσεις θα έλεγα, που καθιστούν απαραίτητη, την εφαρμογή του Σχεδίου Β.

Πρώτον: Γίνεται πολύ κουβέντα στην αριστερά για το ευρώ και την Ε.Ε. και μου κάνει εντύπωση, ότι ιδίως οι υποστηρικτές της παραμονής της χώρας, δεν απαντούν στο ερώτημα: Τι είναι η ζώνη του ευρώ και η Ε.Ε.;
Η Ε.Ε. είναι μία ιμπεριαλιστική ένωση, όμως ο ιμπεριαλισμός είναι κυρίαρχος  και εντός της, με έντονα χαρακτηριστικά διευρυνόμενης  πόλωσης κέντρου-περιφέρειας, που στην ζώνη του ευρώ παίρνουν χαρακτήρα  δομικής κρίσης, του συστήματος του ευρώ. Η κρίση αυτή δύναται να λυθεί, είτε με απόλυτη κυριαρχία του κέντρου και ολοκληρωτική συντριβή της περιφέρειας, είτε με αποσχίσεις μελών, είτε με διάλυση του συστήματος στο σύνολό του.
Η Ε.Ε. (και πολύ περισσότερο η ζώνη του ευρώ), ορθά έχει χαρακτηριστεί, ως η περιοχή του κόσμου που λαμβάνει χώρα η υπερπαγκοσμιοποίηση, μια που εδώ, η ελευθερία κυκλοφορίας κεφαλαίων και εμπορευμάτων είναι καθολική, ενώ στην ζώνη του ευρώ έχει καταργηθεί και ο ρυθμιστικός και προστατευτικός μηχανισμός του εθνικού νομίσματος. Είναι λοιπόν ανοησία, να χαρακτηρίζεται η ύπαρξη εθνικού νομίσματος ως εθνική αναδίπλωση, ή εθνική «ανταγωνιστική» κίνηση, απέναντι σε άλλες εργατικές τάξεις. Το νόμισμα είναι ένας μηχανισμός, που βοηθάει, (δεν εξασφαλίζει), την διεθνή ισορροπία, όσον αφορά τουλάχιστον τον εξωτερικό τομέα της οικονομίας των εθνών-κρατών και κατά συνέπεια των εξωτερικών χρεών τους.
Η πρόσφατη ιστορία των εθνών, δείχνει, ότι καμία «αδύναμη» οικονομικά χώρα, δεν βελτίωσε την θέση της   στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας -αλλά το αντίθετο- παραδιδόμενη στην  αγορά, και  στο χωρίς περιορισμούς διεθνές εμπόριο. Είναι να  απορεί κανείς, για το τμήμα εκείνο της ελληνικής αριστεράς, που πριν μερικά χρόνια, συμμετείχε στο αυτοχαρακτηριζόμενο, ως κίνημα εναντίον της παγκοσμιοποίησης και εδώ παίρνει καθαρή θέση υπέρ του ευρώ και της Ε.Ε., δηλαδή υπέρ της υπερπαγκοσμιοποίησης.
Πόσο  περισσότερο, που εδώ τίθεται και το θέμα της υπέρβασης μιας «ιστορικής» κρίσης, μιας εξόδου από μια οικονομική «παγίδα»  που η Ελλάδα δεν μπορεί να βγει. Σε ποιο μονοπάτι θα μπούμε; Υπάρχει μπροστά μας μια διχάλα: Ο ένας δρόμος είναι ο λευκός θάνατος, μιας ας πούμε «παγωμένης» Λετονίας της Μεσογείου. Ο δεύτερος, είναι ενός κοινωνικού, η και σοσιαλιστικού Μπουένος  Άιρες.

Δεύτερον:  Η Ελλάδα μοιάζει σε πολλά με την Αργεντινή, αλλά πιο πολύ, στην κύρια αιτία της γενικευμένης κρίσης, στο νόμισμα. Εκεί στην σύνδεση με το δολάριο, εδώ στο ευρώ. Αν και η Ε.Ε., έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην παραγωγική αποδιάρθρωση της χώρας, η πορεία από το Μάαστριχτ έως και την «χρυσή» δεκαετία του ευρώ, αποτέλεσαν τα πιο καταστροφικά χρόνια στην ιστορία μας. Μια απλή ματιά στους «αριθμούς», δείχνει και την αδυναμία εξόδου από την κρίση μέσω του μηχανισμού της εσωτερικής υποτίμησης, δηλαδή εντός του ευρώ.
Μέσα στην Ε,Ε., η Ελλάδα είναι η χώρα, που από το 2008 έχει την μεγαλύτερη μείωση  τόσο μισθών όσο και ΑΕΠ., με διπλάσια ποσοστά από αυτήν που την ακολουθεί, την Πορτογαλία, που δεν είναι τυχαίο, ότι και αυτή ανήκει στην περιφέρεια της ζώνης του ευρώ. Η Ελλάδα, στην κατάταξη της ανάπτυξης ήταν το 2011 στην 214η θέση από τις 216 που υπάρχουν στοιχεία. Ακολουθούν η Ανγκουίλα και η Υεμένη. Το 2011 όλες οι οικονομίες στην γειτονιά μας, Αλβανία, Βοσνία, Βουλγαρία, Κροατία, Μαυροβούνιο, Ρουμανία, Σερβία, Τουρκία, είχαν θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Όσον αφορά ακόμη και την Ρουμανία και την Βουλγαρία, που παρουσιάστηκαν ως αντιπαραδείγματα, για να υποστηριχθεί το ασύλληπτο επιχείρημα,  ότι και να βγει η Ελλάδα από το ευρώ με την θέληση του λαού της για απελευθέρωση από τα δεσμά της τρόικας,  θα έχει μνημόνιο, οι χώρες αυτές, είχαν θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης και το 2011 και το 2012 και σύμφωνα με τις προβλέψεις και το 2013.
Στην  Ελλάδα, «χοντρικά», μειώθηκαν  οι μισθοί και το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών κατά 30% και έχουμε και ανεργία 30%, για να καταφέρουμε τον τελευταίο κυρίως χρόνο μια βελτίωση  της ανταγωνιστικότητας κατά 2%,  περίπου-λόγω μικρότερου πληθωρισμού- σε σχέση με την ζώνη του ευρώ. Αν αντίστροφα, είχαμε κάνει, μια ονομαστική υποτίμηση της τάξης του 30%, θα είχαμε (ας πούμε)1  έναν εισαγόμενο πληθωρισμό κοντά στο 5,6% και μια άμεση βελτίωση της ανταγωνιστικότητας κατά 23%. Σε ένα 24ωρο, θα είχαμε κάνει ότι θα γίνει-και εάν γίνει- με οδυνηρό τρόπο μέσα σε μια δεκαετία. Τέλος, επειδή η Ελλάδα δεν συναλλάσσεται μόνο με χώρες του ευρώ, μια ανατίμηση του ευρώ, μπορεί να καταστρέψει με μία κίνηση ότι και αν  κέρδισε το πρόγραμμα εσωτερικής υποτίμησης .

Τρίτον: Οι εξαγωγές εμπορευμάτων (πλην καυσίμων) συνέπεια και των παραπάνω, που ήταν και ο μεγάλος στόχος του μνημονίου, αυξήθηκαν το 2012 κατά το μυθικό ποσό των 500 εκ. ευρώ.  Έτσι η φρούδα ελπίδα για ανάπτυξη, μετατοπίζεται κατά την κυβέρνηση στην προσέλκυση Ξένων Άμεσων Επενδύσεων. Είναι ο επόμενος στόχος που θα χαθεί, μια που εκ των πραγμάτων οι Ξένες Άμεσες Επενδύσεις, μόνο υποβοηθητικό ρόλο μπορούν να παίξουν σε μια προσπάθεια ανάπτυξης. Ο ρόλος των Ξένων Αμέσων Επενδύσεων ήταν ασήμαντος τα τελευταία χρόνια.  Το σύνολο την χρυσή οχταετία 2001-2008, ανήλθε σε 14 δις ευρώ οι οποίες κατά τα 2/3 ήταν επενδύσεις χαρτοφυλακίου, αφορούσαν εξαγορές δημόσιων επιχειρήσεων που αποκρατικοποιήθηκαν και ελάχιστες ήταν παραγωγικές επενδύσεις. Την τετραετία 2009-2012, υποτριπλασιάστηκαν. Αναφέρουμε τις  πιο σημαντικές της τελευταίας περιόδου, για να καταλάβουμε και περί τίνος πρόκειται: αυτή της Gredit Agrigole για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της Εμπορικής, της Deutse Τelecon για εξαγορά τμήματος του ΟΤΕ, και της Sosiete Generale για την Γενική Τράπεζα. Οι ελληνικές εκροές ήταν 12 δις ευρώ το 2001-2008 και 4 δις το 2009-2012.
Όσον αφορά τις Βαλκανικές χώρες, οι Ελληνικές Άμεσες Επενδύσεις ήταν 90 εκ. ευρώ το 2010, 18 εκ. το 2011, και 53 εκ ευρώ το 2012.
Δεν είναι δυνατόν επίσης, οι επενδύσεις μερικών εκατοντάδων εκ. ευρώ στα βαλκάνια, να εμφανίζονται ως απόδειξη για τον χαρακτηρισμό της  Ελλάδας ως μικροιμπεριαλιστικής χώρας, μια που ελάχιστα καθορίζουν το παραγωγικό προφίλ της πατρίδας μας. Αντίθετα, η συμμετοχή στην Ε.Ε. και ιδιαίτερα στην ζώνη του ευρώ, καθιστά την ελληνική οικονομία εξαρτημένη,  παρασιτική, τελικά κατεστραμμένη και δορυφοροπομοιημένη σε ένα κέντρο, που η πόλωσή του  με την περιφέρεια όλο και περισσότερο βαθαίνει.

Τέταρτον: Δεν είναι δυνατή η έξοδος από την κρίση της ελληνικής οικονομίας, μέσω της αύξησης της ζήτησης, της «αναδιανομής» κλπ, γιατί η υψηλή ροπή προς τις εισαγωγές της ελληνικής οικονομίας, διαμορφώνει αμέσως ανάγκες εξωτερικής χρηματοδότησης, και μάλιστα πολύ μεγάλες, που δεν μπορούν να καλυφτούν παρά μόνο από εξωτερικό δανεισμό2. Πρόκειται για το μοντέλο της «χρυσής» εποχής του ευρώ, που μόλις κατέρρευσε.  H «πρόταση» λοιπόν του ΣΥΡΙΖΑ, όσο μπορεί να πει κανείς ότι έχει κατατεθεί, μια πρόταση αρεστή πάντοτε σε αριστεροκεϋνσιανούς οικονομολόγους,  για έξοδο από την κρίση, μέσω της «αναδιανομής»-αύξησης της ζήτησης δεν είναι εφικτή, στο πλαίσιο που η ελληνική οικονομία παραμένει ανοικτή, στα πλαίσια δηλαδή της ΟΝΕ και  του ευρώ. Αντίθετα, μια τέτοια πρόταση έχει βάση, μόνο στο βαθμό που η αύξηση της ζήτησης, οδηγεί σε αύξηση της κατανάλωσης  ημεδαπών εμπορευμάτων και μειωθεί έτσι  η ροπή προς τις εισαγωγές. Κάτι, που προϋποθέτει αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας, μέσω μιας πολιτικής «προστασίας» της ελληνικής οικονομίας, υποκατάσταση των εισαγωγών από εξαγωγές, με στόχο μια οικονομία με παραγωγική, πρωτογενή και δευτερογενή βάση.
Όμως, αυτό ακριβώς,  «ομολογεί» για πρώτη φορά τόσο ανοικτά και η έκθεση του διοικητή της τράπεζας της Ελλάδας για το 2012. Γράφεται στην έκθεση: «Οι παράγοντες που συνετέλεσαν στην μείωση του ελλείμματος του ΙΤΣ  έως το 2012 και αναμένεται να στηρίξουν και περαιτέρω μείωση του, έως το 2014, δεν αρκούν να καταστήσουν διατηρήσιμο το χαμηλό επίπεδο του ελλείμματος σε μακροχρόνια βάση. Προκειμένου αυτό να επιτευχθεί, απαιτείται να αντιμετωπιστούν δομικά προβλήματα, όπως είναι η ενεργειακή εξάρτηση της οικονομίας από το εξωτερικό, η περιορισμένη δυνατότητα υποκατάστασης των εισαγόμενων ειδών από αντίστοιχα εγχωρίως παραγόμενα, αλλά και το υψηλό εισαγωγικό περιεχόμενο των εξαγόμενων αγαθών. Το τελευταίο, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ για το 2005, υπολογίζεται σε 35% για την μεταποίηση, χωρίς να υπολογίζονται οι δαπάνες για κεφαλαιακό εξοπλισμό που χρησιμοποιείται για την παραγωγή εξαγομένων. Σε αντίθετη περίπτωση (αν δηλαδή δεν αντιμετωπιστούν τα δομικά προβλήματα- σημ. δική μου),  η τάση διεύρυνσης του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών θα αναζωπυρωνόταν μετά την ανάκαμψη της οικονομίας και επομένως ενδεχόμενη δυσχέρεια χρηματοδότησης του θα αποτελούσε σημαντική πηγή ανισορροπίας3.»
Επειδή λοιπόν αυτά τα δομικά προβλήματα δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν στην (εντός ΟΝΕ) ελληνική οικονομία, επειδή η ενεργειακή εξάρτηση δεν μπορεί να λυθεί σε ορίζοντα δεκαετίας, ούτε φυσικά το έλλειμμα του ΙΤΣ να ελεγχθεί μέσω συναλλαγματικής πολιτικής (αφού αυτή δεν υπάρχει), οποιαδήποτε ανάκαμψη (πλην της φανταστικής, αυτής που στηρίζεται στις εξαγωγές, αλλά αυτή την ξέχασαν και οι ίδιοι) σκοντάφτει στην ανάγκη νέου και σημαντικού εξωτερικού δανεισμού. Άρα επιβεβαιώνεται η θέση μας, ότι με οποιαδήποτε (εντός ΟΝΕ) κυβέρνηση,  η ελληνική οικονομία, μετά από μια βαθιά ύφεση θα οδηγηθεί στην στασιμότητα»,  η αλλιώς ότι η χώρα οδηγείται στην «πακιστανοποίηση» και όχι στην «κινεζοποίηση».
Πέμπτον και τελευταίο: το «πολιτικό» ζήτημα: Στην  Ελλάδα η λεγόμενη αστική τάξη της χώρας έχει συνδέσει την τύχη της με την παραμονή στο ευρώ. Είναι αναιμική η παρουσία παραγωγικού κεφαλαίου, δηλαδή κεφαλαίου που παράγει διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά. Εξ αιτίας της συμμετοχής της χώρας στην Ε.Ε. και στην ευρωζώνη, το ελληνικό κεφάλαιο στράφηκε σε προστατευμένους από το διεθνές εμπόριο τομείς, όπως οι τράπεζες και το χρηματοπιστωτικό σύστημα, υπηρεσίες κατασκευές, εμπόριο κλπ. Δεν υπάρχει λοιπόν σημαντικό τμήμα του αστισμού, παραγωγικό δηλαδή κεφάλαιο που θα ωφεληθεί από μια έξοδο. Ο ελληνικός παρασιτικός αστισμός, περιμένει να επιβιώσει από την αθλιότητα των εργαζομένων,  να καρπωθεί μέρος της δημόσιας περιουσίας που εκποιείται, να πλασαριστεί δίπλα στο ξένο κεφάλαιο, να κρατήσει υπό τον έλεγχο του έστω και τις μισές τράπεζες μια που με μια έξοδο θα χάσει τον έλεγχο όλων των τραπεζών κλπ.
Δεν επιθυμεί να αντιπαρατεθεί στο ελάχιστο με τον ξένο παράγοντα, δεν διαθέτει ένα άλλο σχέδιο ανάπτυξης της χώρας και κύρια δεν μπορεί να μείνει χωρίς τις πλάτες της Ε.Ε., πρόσωπο με πρόσωπο με τον ελληνικό λαό σε αυτές τις τραγικές συνθήκες. Από την άλλη πλευρά συγκροτείται ένα μεγάλο κοινωνικό μπλόκ, αυτό της μισθωτής εργασίας, αλλά και των ανέργων, των αγροτών, των αυτοαπασχολούμενων, των μικρών επιχειρήσεων, που καταστρέφονται όλοι σήμερα και έχουν να  κερδίσουν πολλά  από μια αποχώρηση από την ζώνη του ευρώ.
Η ιστορία έχει δείξει, ότι όλες οι μεγάλες ανατροπές και οι επαναστάσεις, έγιναν εκεί ακριβώς που δεν μπορούσαν να γίνουν μεταρρυθμίσεις. Η Ελλάδα βρίσκεται σε μια τέτοια ακριβώς φάση. Δεν μπορεί να γίνει καμία απολύτως βελτίωση του επιπέδου ζωής του λαού, καμία μεταρρύθμιση μέσα στο ευρώ, ενώ συγχρόνως τα κοινωνικά μπλοκ του κόμματος του ευρώ από την μια μεριά και μιας πλατιάς κοινωνικής συμμαχίας από την άλλη, έχουν ξεκαθαρίσει. Η μάχη για το νόμισμα γίνεται η κυρίαρχη κοινωνική μάχη. Το ευρώ συμπυκνώνει και θωρακίζει όχι μόνο τον νεοφιλελευθερισμό, αλλά και την αποικιοποίηση της πατρίδας μας. Είναι ασύμβατο όχι μόνο με μία αντικαπιταλιστική ανατροπή, αλλά με οποιαδήποτε πολιτική εις όφελος των εργαζομένων. Αυτό ακριβώς ξεχνάνε, οι εξ αριστερών κατήγοροι της εξόδου από το ευρώ. Φυσικά, η αποχώρηση απ την ζώνη του ευρώ και την συνθήκη του Μάαστριχτ,  μέσα από μια  λαϊκή, κοινωνική και πολιτική πρωτοβουλία,  δεν μπορεί να εγγυηθεί τον σοσιαλισμό, μπορεί να εγγυηθεί όμως την βελτίωση των συνθηκών ζωής του λαού. Αν και είναι το πιθανότερο, ο λαϊκός παράγοντας κάνοντας το πρώτο βήμα, να αποκτήσει εκείνη την εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του για να κάνει και τα επόμενα. Αυτό βέβαια, είναι υπόθεση και των πολιτικών δυνάμεων, της λεγόμενης «πρωτοπορίας» να συμβάλλουν σε μια σοσιαλιστική ρότα. Δεν είναι όμως πολιτική της πρωτοπορίας, να εξετάζει με το μικροσκόπιο, αν το άμεσο βήμα, αυτό της ανακούφισης του λαού, η προσπάθεια ανάκτηση τμήματος της λαϊκής κυριαρχίας, η έξοδος από την ΟΝΕ, εξασφαλίζει τον σοσιαλισμό. Ο κομμουνισμός άλλωστε,  δεν είναι υπόθεση μιας μεγάλης νύχτας, όπως πιστεύουν οι αναρχικοί, αλλά μια επεισοδιακή πορεία πολλών και μεγάλων συγκρούσεων.
Από οικονομική πλευρά,  η σύγκρουση-έξοδος με την  Ε.Ε., έχει τρία βήματα: α) την μικρή βραχυχρόνια περίοδο της νομισματικής αλλαγής, που πρέπει να σχεδιαστεί και να εκτελεστεί με άρτιο τεχνικά τρόπο. β) την μεσοπρόθεσμη περίοδο, όπου με την χρήση των οικονομικών εργαλείων της συναλλαγματικής, δημοσιονομικής, και νομισματικής πολιτικής, θα πρέπει να επέλθει ταχεία μεγέθυνση. γ) Την σχεδιασμένη χρήση των ωφελειών της μεγέθυνσης της μεσοπρόθεσμης περιόδου, για δημιουργία μιας οικονομίας με ισχυρή πρωτογενή και δευτερογενή βάση και δυνατότητα ισχυρής ανάπτυξης σε μακροχρόνια περίοδο. Εδώ τίθεται το ζήτημα της αποδέσμευσης και από την Ε.Ε.
Βέβαια το πιο πιθανό είναι, η έξοδος από την ευρωζώνη, να οδηγήσει εκ της φοράς των πραγμάτων και στην έξοδο από την Ε.Ε.. Όμως στον οποιοδήποτε βαθμό που είναι επιλογή μας η έξοδος από την Ε.Ε.,  πρέπει να εξετασθεί και να τεκμηριωθεί, το αν η ταυτόχρονη έξοδος  περιπλέκει ή όχι τα πράγματα. Επίσης θα πρέπει να ανοίξει από τώρα διάλογος με όλα τα κινήματα στο Νότο που είναι εναντίον του ευρώ, για μια νέα οικονομική και πολιτική συνεργασία των χωρών του Νότου αλλά και της Μεσογείου, με τα εθνικά τους νομίσματα και εκτός Ε.Ε..
Αν μέναμε μόνο στο βήμα της παύσης πληρωμών και της αποχώρησης από το  ευρώ και την συνθήκη του Μάαστριχτ, θα υπήρχαν σημαντικές διορθώσεις στην συνολική οικονομία και στην παραγωγική βάση της χώρας. Βέβαια, μετά από μια περίοδο ταχείας ανάπτυξης, θα οδηγούμασταν μάλλον σε μια στασιμότητα και  σε αναιμικούς ρυθμούς μεγέθυνσης.  Όμως είναι τελείως διαφορετικό για τον κόσμο της εργασίας, να ισορροπήσει η ελληνική οικονομία με π.χ. 10% ανεργία, από το 30%-35% ανεργία, που θα ισορροπήσει  εντός της ευρωζώνης. Όμως, πρέπει να δούμε να μελετήσουμε και να το αντιμετωπίσουμε και πολιτικά, το θέμα της ταχύτητας της παραγωγικής ανασυγκρότησης, από πλευράς διάθεσης οικονομικών πόρων  και τι θα σημαίνει αυτό,   για την κατανάλωση, ιδίως των λαϊκών νοικοκυριών.
—————————————————

(1): Τα παραπάνω «νούμερα» συνιστούν ένα απλό αριθμητικό παράδειγμα, όχι μακριά όμως από την πραγματικότητα. Η μόνη ενδελεχή μελέτη που υπάρχει πάνω στο ζήτημα μιας υποτίμησης της τάξης του 50%, και στον εισαγόμενο πληθωρισμό, είναι των Απ. Κάτσινου και Θ. Μαριόλη. Αν κάποιος θέλει να βρει ακριβή στοιχεία, δεν έχει παρά να την αναζητήσει.
(2): Βλέπε το Δοκίμιο 7, ιδίως σελ. 154, στο: Θ. Μαριόλης (2011) Ελλάδα, Ευρωπαϊκή Ένωση και Οικονομική Κρίση, Αθήνα, Matura.
(3):   Έκθεση του διοικητή για το 2012, σελ 107-108.

ΠΗΓΗ: tometopo.gr

Σχολιάστε